«Φοβόμουν να γίνω κύριος Βουγιουκλάκης». Όταν ο Φαίδωνας Γεωργίτσης μίλησε για το φλερτ με την Αλίκη
Yπήρχαν εποχές που τα κορίτσια έκαναν ουρές για να θαυμάσουν τον ωραίο του πανιού, λαχταρώντας ένα βλέμμα από τα χαρακτηριστικότερα ίσως αντρικά μάτια του ελληνικού σελιλόιντ.
Ο Φαίδων Γεωργίτσης ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από άλλον έναν γόη της ελληνικής showbiz, καθώς μιλάμε για μια πολύπλευρη προσωπικότητα και έναν ταλαντούχο ηθοποιό που ανδρώθηκε υποκριτικά στον κινηματογράφο.
Σπουδαστής ακόμα έπαιξε στο κλασικό φιλμ του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960) και έπεισε για την αξία του, μετρώντας κατόπιν μια καταιγιστική συνέχεια στο ελληνικό σινεμά. Ο Γεωργίτσης πρωταγωνίστησε σε δραματικές ταινίες και μιούζικαλ, έγινε αστέρας πρώτου μεγέθους και βρήκε τη θέση του στις καρδιές του άλλου φύλου, συνδυάζοντας ταλέντο και γοητεία σε ίσες δόσεις.
Σύντομα του κόλλησαν το παρατσούκλι «Έλληνας Τζέιμς Ντιν», αν και εκείνος το απεχθανόταν, μιας και ήταν θαυμαστής του Μάρλον Μπράντο! Ο Φαίδωνας συνέχισε την αξιοζήλευτη καριέρα του στα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, αποδεικνύοντας ότι ήταν γεννημένος για τον κινηματογράφο.
Ο μόνιμος παρτενέρ της Ζωής Λάσκαρη, της Μαίρης Χρονοπούλου και του Κώστα Βουτσά καθιερώθηκε στις συνειδήσεις του κοινού από τη συμμετοχή του στα «Κόκκινα Φανάρια» και ξεχώρισε για το ταλέντο του στις ταινίες «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Νύχτα γάμου», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και πολλές ακόμα.
Κι όλα αυτά από ένα παιδί που γνώρισε μικρό την τραγωδία και εγκατέλειψε την εξασφαλισμένη δουλειά που του εγγυόταν η φοίτησή του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων για να ακολουθήσει το πάθος του κόντρα σε όλα και όλους.
Πρώτα χρόνια
Ο Φαίδων Γεωργίτσης γεννιέται στις 26 Ιανουαρίου 1939 στη Νέα Σμύρνηως το δεύτερο παιδί ενός αξιωματικού του Ναυτικού και της μικρασιάτισσας συζύγου του.
Ο μικρός χάνει την αδερφή του πριν καλά-καλά καταλάβει τον εαυτό του (στα τρία του χρόνια), καθώς το δεκάχρονο κορίτσι είχε ένα θανατηφόρο δυστύχημα σε ένα γιαπί, και η τραγική απώλεια σημαδεύει έκτοτε την οικογένεια.
Τα πράγματα όμως μόνο χειρότερα έμελλε να γίνουν, καθώς την πρώτη αυτή θλιβερή ανάμνηση ακολουθούν τα τραγικά χρόνια της Κατοχής, η καταραμένη πείνα και η μεγάλη γιορτή όταν στο τραπέζι υπήρχε λίγο κατεψυγμένο κρέας.
Ο Φαίδωνας έζησε ως παιδί και τα Δεκεμβριανά του 1944, με τις σκληρές εικόνες που αντίκρισε να τον σημαδεύουν για πάντα.
Ο Γεωργίτσης ερωτεύτηκε την υποκριτική τέχνη από πολύ μικρός, θέλησε ωστόσο να κάνει το χατίρι του αυστηρών αρχών αξιωματικού πατέρα του και μπήκε το 1956 στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Το όνειρό του δεν μπορούσε όμως να περιμένει για πολύ και έπειτα από μερικούς μήνες τα παρατά όλα για να σπουδάσει ηθοποιός.
Ήταν εξάλλου νέος, ωραίος και έχει ως καρδιοκατακτητής οι γυναίκες να τον προσφωνούν «Τζέιμς Ντιν της Ελλάδας», αν και ο ίδιος δεν εκτιμούσε καθόλου την παρομοίωση: «Θύμωνα. Εγώ θαύμαζα τον Μάρλον Μπράντο. Κι όταν διάβαζα ότι ο Ντιν ήταν ο διάδοχος του Μπράντο ή θα τον ξεπερνούσε, γινόμουν έξαλλος!
Είχα πει τόσα που όταν σκοτώθηκε σχεδόν ένιωσα ενοχές. Για να εξιλεωθώ, πήγα στο ‘‘Παλλάς’’ για να τον δω στα ‘‘Ανατολικά της Εδέμ’’. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σε κινηματογράφο».
Μπορεί η πρώτη επαφή του Γεωργίτση με την έβδομη τέχνη να έγινε για να διασκεδάσει τις τύψεις του, ο έρωτας με την έβδομη τέχνη ήταν ωστόσο ισόβιος.
Ο πατέρας του τον απείλησε μάλιστα με αυτοκτονία για να του γυρίσει τα μυαλά, έχοντας ως πειστήριο τις δυο νοσηλείες του σε ψυχιατρική κλινική και τη γνωμάτευση των γιατρών πως είναι «άρρωστος με τα νεύρα του».
«Μόλις πέρασαν έξι μήνες, δραπέτευσα. Ο πατέρας μου απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει. Γύρισα, αλλά το έσκασα ξανά μέσα απ’ το κελί όπου με είχαν τιμωρημένο. Δεν ξαναγύρισα και έπιασα δουλειά στα διυλιστήρια», θυμάται.
Αφού περάσει και ένα φεγγάρι μπασκετμπολίστας στον Πανιώνιο, παίρνοντας ως αμοιβή το σορτσάκι, τη φανέλα και τα πάνινα παπούτσια, κάνει μπόλικες δουλειές του ποδαριού.
Ο έρωτας με μια πλούσια γιατρίνα θα τον φέρει μέχρι και το Λονδίνο, με πρόσχημα ότι θα εκπαιδευτεί πιλότος, αν και μόνο τις σπουδές δεν έχει στο μυαλό του: «Η σχέση μας έγινε το σκάνδαλο της περιοχής. Και γιατί ήταν μεγαλύτερη και γιατί ανήκε σε άλλη τάξη.
Οι γονείς της, για να διακόψουν το δεσμό μας, την ξαπόστειλαν στην Αγγλία». Εκεί θα περάσει έναν χρόνο και όταν το πάθος καλμάρει, θα επιστρέψει στην Αθήνα για να συνεχίσει να δουλεύει εδώ κι εκεί, από παγωτατζίδικο μέχρι και σιδεράδικο.
Η καθοριστική στιγμή ήρθε όταν κατέφτασε το ειδοποιητήριο για τη στράτευσή του. Θέλοντας να πάρει αναβολή, βρίσκεται στο κατώφλι της δραματικής σχολής του Καρόλου Κουν και γίνεται αμέσως δεκτός.
Στο Θέατρο Τέχνης δεν θα ανακαλύψει μόνο τη μεγάλη του αγάπη για το σανίδι, αλλά θα βρει και τον έρωτα, που θα γινόταν σύντομα η πρώτη του σύζυγος (1967). Ο Γεωργίτσης ερωτεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Μπέτυ Αρβανίτη ήδη από την αίθουσα αναμονής για τις εξετάσεις εισαγωγής.
«Με την Μπέτυ γίναμε ζευγάρι στη σχολή και αργότερα παντρευτήκαμε. Δεν ταιριάζαμε όμως ως χαρακτήρες. Οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν θέμα σε έργο του Στρίντμπεργκ». Ένα γεγονός όμως θα απομακρύνει το ζευγάρι σε σύντομο χρονικό διάστημα:
«Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη έναν γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα», εξομολογήθηκε σε παλιότερη συνέντευξή του.
Αφού ολοκλήρωσε τη σχολή του Κουν, φοίτησε σε δύο ακόμα δραματικές, του Χρήστου Βαχλιώτη και του Πέλου Κατσέλη, ακόμα και από το London School of Film Technique πέρασε και λίγο έλειψε να κοπούν οι σχέσεις με τους πάντα αντίθετους στην καριέρα του γονείς. Όταν όμως η μία επιτυχία διαδεχόταν την άλλη, όλα τακτοποιήθηκαν…
Υποκριτική καριέρα και προσωπική ζωή
Ο Γεωργίτσης ξεκίνησε τη λαμπρή καριέρα του στο σανίδι και τον κινηματογράφο και ήδη από σπουδαστής βρήκε αμέσως τη θέση του στην ελληνική showbiz. Ειδικά στο θέατρο έκανε σπουδαίες συνεργασίες.
Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1963 στο έργο «Νεκροί χωρίς Τάφο» με τον θίασο του Λεωνίδα Τριβιζά, ενώ κατόπιν συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, τον Μίνωα Βολανάκη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Κάποια στιγμή σύστησε τον δικό του θίασο με την Μπέτυ Αρβανίτη, αν και δεν μακροημέρευσε.
Οι κινηματογραφικές επιτυχίες ήταν όμως αυτές που θα τον καθιέρωναν ως αστέρι της έβδομης τέχνης αλλά και ως έναν από τους μεγαλύτερους γόηδες της εποχής.
Τώρα συμπρωταγωνιστούσε με τις όμορφες νέες ηθοποιούς και ο ζεν πρεμιέ φαινόταν ότι ήρθε για να μείνει. Και στο ελληνικό θέαμα και τις καρδιές των γυναικών. Όπως της Αλίκης Βουγιουκλάκη.
«Με την Αλίκη είχαμε ένα σύντομο φλερτ το καλοκαίρι του ’63, όταν είχα χωρίσει για λίγο από την Μπέτυ. Τη Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπα πάντα ως φίλη. Η Ζωή Λάσκαρη μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε μια απλή συζήτηση οι δυο μας».
Τώρα οι γυναίκες τον φλέρταραν ανοιχτά στον δρόμο, αν και αυτός ψάχνει την ουσιαστική και βαθιά αγάπη. «Κινδύνευα να γίνω ο κύριος Βουγιουκλάκης και δεν ήθελα», σχολίασε για το σύντονο ειδύλλιό του με την εθνική μας σταρ.
Την πραγματική αγάπη θα τη γνωρίσει στις αρχές του ’70 στη Ρώμη, κατά τα γυρίσματα άλλης μιας ταινίας. Ήταν η γαλλικής καταγωγής καλλονή Μπέτσι, ένα φωτομοντέλο που κοσμούσε τα ξένα περιοδικά μόδας. Οι δυο τους θα παντρευτούν την επόμενη χρονιά και θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Ραφαέλο και τη Μαρίζα.
Ο Γεωργίτσης ήταν συνεχώς απασχολημένος στις κινηματογραφικές και θεατρικές του υποχρεώσεις, καθώς οι δουλειές έπεφταν βροχή. Δύο χρόνια μετά την παρθενική του και σύντομη κινηματογραφική εμφάνιση στο «Ποτέ την Κυριακή» και αφού περάσει και από τη «Φαίδρα» (1962), ερμηνεύει τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Ουρανός» (1962).
Το 1963 πρωταγωνιστεί πλάι στη Ζωή Λάσκαρη στην ταινία «Ίλιγγος» και την επόμενη χρονιά ο ρόλος του στην περίφημη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα Κόκκινα Φανάρια» είναι μια αποκάλυψη για τις υποκριτικές του δυνατότητες.
Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ θα αποδώσει πλήθος πρωταγωνιστικών ρόλων σε χαρακτηριστικά μιούζικαλ του ελληνικού σινεμά, όπως στις δουλειές του Γιάννη Δαλιανίδη «Γοργόνες και Μάγκες» και «Μια Κυρία στα Μπουζούκια».
Πλάι στα ανάλαφρα μιούζικαλ έρχονται και οι αξιόλογες δραματικές ταινίες, όπως «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Το Παρελθόν μιας Γυναίκας», «Εκείνος κι Εκείνη» κ.λπ. Ο Γεωργίτσης έπαιξε σε περισσότερες από 40 ταινίες που ακόμα θυμάται το ελληνικό κοινό.
Η κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο τον συμπαρέσυρε αναγκαστικά μαζί του και αναγκάστηκε για άλλη μια φορά να βγει στη βιοπάλη για να θρέψει τη φαμίλια του. «Δεν ένιωθα μειονεκτικά ή περίεργα. Αρκούσε που είχαν γάλα τα παιδιά μου και μια σόμπα για να ζεσταίνονται». Είναι η εποχή της βιντεοκασέτας και των ερωτικών ταινιών που ορισμένοι παρεξήγησαν και κάποιοι δεν του συγχώρεσαν ποτέ.
«Δεν ντρεπόμουν καθόλου. Ποτέ δεν ντράπηκα … Κάποιες από τις ταινίες αυτές είναι καλές. Πολλές φορές έβαζαν μέσα τσόντες εν αγνοία σου. Πολλές από τις τσόντες αυτές παίζονταν στους κινηματογράφους ‘‘Ροζινκλέρ’’ και ‘‘Αλάσκα’’.
Όλοι έκαναν ερωτικές ταινίες τότε, η Δανδουλάκη, ο Φυσσούν, ο Λουκούργος Καλλέργης. Δεν είχαμε άλλο τρόπο να ζήσουμε. Όλο αυτό κράτησε δύο-τρία χρόνια και στο κάτω κάτω ήταν «προσκοπικές». Δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις ερωτικές ταινίες του σήμερα».
Η καριέρα του διασώθηκε και πάλι από την τηλεόραση εκεί στις αρχές του 1990, έχοντας ήδη διαγράψει αξιόλογη πορεία στο γυαλί με συμμετοχές σε θρυλικές τηλεοπτικές σειρές, όπως ο «Γιούγκερμαν» και οι «Πανθέοι». Τώρα είναι τα σίριαλ του Νίκου Φώσκολου, «Λάμψη» και «Καλημέρα Ζωή», που μπαίνουν στη ζωή του, όπως και στη ζωή των ελλήνων τηλεθεατών, απ’ όπου τον γνώρισε και το νεότερο κοινό.
Ο Φαίδωνας επέστρεψε στο σινεμά το 2008, έπειτα από απουσία 26 ετών (τελευταία ταινία του ήταν η «Κατάσκοπος Νέλλη» του 1981), ερμηνεύοντας έναν ρόλο στο φιλμ «Ο γιος του Τσάρλυ». Το 1974 δοκίμασε τις δυνάμεις του τόσο στο σενάριο και τη σκηνοθεσία όσο και την παραγωγή στις «Σατανικές ερωμένες» που πρωταγωνιστούσε, ενώ η καριέρα του στο γυαλί μετρά είκοσι σχεδόν σίριαλ.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Φαίδωνας Γεωργίτσης έζησε στο κτήμα του στο Κορωπί, στο οποίο έχει χτίσει με τα χέρια του έναν αμφιθεατρικό χώρο («Κεκρωπία») που στεγάζει συχνά-πυκνά τόσο τις δικές του θεατρικές δουλειές όσο και άλλους θιάσους
ΠΗΓΗ: newsone.gr