Ήταν στις 28 Ιουνίου 1965 όταν έκανε την πρεμιέρα της στις σκοτεινές αίθουσες του τόπου μας μια από τις καλύτερες, διαχρονικότερες και πιο δυνατές παραγωγές της εθνικής μας κινηματογραφίας.
Η ανεπανάληπτη ηθογραφία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», που όπως την ήθελε ο σκηνοθέτης της Γιώργος Τζαβέλλας δεν ήταν παρά μια «ρωμαίικη σάτιρα με βαθιές ανθρώπινες ρίζες».
Η Ελενίτσα που εξεγείρεται, ο Αντωνάκης που παίρνει το καπελάκι του και φεύγει, το ζεύγος Κοκοβίκου που μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν και οι λογής καλοθελητές της αστεφάνωτης σχέσης τους έζησαν τη δική τους ιστορία στον τόπο μας, μέσα και έξω από τη μεγάλη οθόνη.
Η ρωμαίικη σάτιρα του Τζαβέλλα ήταν ταυτοχρόνως κι ένα κομψοτέχνημα του εγχώριου σινεμά, μια ταινία που αγαπήθηκε από τους κινηματογραφόφιλους στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου και διαγωνίστηκε σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Αφού πέρασε από το επίσημο διαγωνιστικό του κορυφαίου Φεστιβάλ Βερολίνου και κόσμησε πλήθος κινηματογραφικών φεστιβάλ, βραβεύτηκε τελικά στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγο, με τον Τζαβέλλα να φεύγει με το μεγάλο βραβείο σκηνοθεσίας.
Η κλασική κομεντί του παλιού καλού ελληνικού σινεμά επανήλθε σχετικά πρόσφατα στο προσκήνιο, πυροδοτώντας θεωρητικούς διαξιφισμούς για τον επιχρωματισμό της. Στις 10 Μαρτίου 2016 κυκλοφόρησε σε επανέκδοση έγχρωμη (τετραχρωμία) και απαστράπτουσα, κάνοντας πολλούς να αναρωτηθούν για τη χρησιμότητα μιας τέτοιας κίνησης.
Ήταν στην επέτειο του μισού αιώνα από την ίδρυση της εταιρείας Καραγιάννης-Καρατζόπουλος (η οποία κατέχει τα δικαιώματα της Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης) που υπέστη το χρωματικό lifting, αυτό το «φρεσκάρισμα» που για καλή μερίδα των ελλήνων κριτικών δεν ήταν παρά προσβολή στο έργο και το όραμα του σκηνοθέτη της. Το πείραμα εξάλλου με τον επιχρωματισμό του ασπρόμαυρου φιλμ έμοιαζε αναχρονισμός, καθώς κάτι τέτοιο γινόταν στη δεκαετία του 1980 και εγκαταλείφθηκε σύντομα, μιας και η πρωτότυπη εικόνα ήταν πάντα δυνατότερη εκφραστικά. Γρήγορα κατάλαβαν πως κινηματογραφικά το χρώμα δεν προσέθετε τίποτα, ίσα-ίσα που αφαιρούσε κιόλας αισθητικά.
Πόσο μάλλον για μια ταινία του 1965 που αν ήθελε ο δημιουργός της, θα τη γύριζε από την αρχή έγχρωμη. Ο Τζαβέλλας επέμενε όμως πάντα στο ασπρόμαυρο (όλες οι ταινίες του δεν έχουν χρώμα), αψηφώντας την παντοδυναμία και την εμπορικότητα του χρώματος. Επέλεξε να τη γυρίσει μαυρόασπρη, καθώς η έλλειψη χρώματος και οπτικής φανφάρας αποκάλυπτε αρμονικότερα τον νοσταλγικό και μελαγχολικό της τόνο.
Είναι όμως και το άλλο, πως πρόκειται για μια αγαπημένη ταινία-σταθμό που με όσο χρώμα κι αν τη δεις, είναι καταχωρισμένη στη μνήμη σου αποκλειστικά ως ασπρόμαυρη. Αφήνοντας πάντως την «ανανεωμένη» επανέκδοσή της κατά μέρος, η «Γυνή» παραμένει μια κοινωνικά οξυδερκέστατη ταινία, μια συγκινητική σάτιρα του μεταπολεμικού ελληνικού μικροαστισμού. Με το υποδειγματικό σενάριό της, κινηματογραφική προσαρμογή θεατρικού του Τζαβέλλα του 1958 με πρωταγωνιστή τον μεγάλο Βασίλη Λογοθετίδη (και τελευταίος ρόλος του στο σανίδι), το φιλμ ήταν μια διεισδυτική ηθογραφία της νεοελληνικής κοινωνίας.
Μπορεί εξωτερικά να μοιάζει με ψυχολογική σπουδή πάνω στην πάλη των φύλων και τα συντηρητικά ήθη που επικρατούσαν γύρω από την αποκατάσταση και το στεφάνωμα, στην ουσία της όμως η «Γυνή» μας μιλά για το τέλος μιας εποχής, όταν οι μονοκατοικίες μεταμορφώνονται σε πολυκατοικίες και οι νοοτροπίες του παρελθόντος δίνουν τη θέση τους στο καινούριο που έρχεται ολοταχώς. Και βιαίως, όπως θα αντιδράσει κι ο Αντωνάκης μας στο καπέλωμά του.
Θύμα των καιρών θα είναι αυτό το ζευγαράκι που ήταν κάποτε ερωτευμένο και αγαπημένο, μπήκαν σφήνα όμως αυτά τα δέκα χρόνια της συγκατοίκησης. Με την αξεπέραστη σκηνοθετική μαεστρία του και τη μεγάλη του αφήγηση, ο Τζαβέλλας μετατρέπει στο κύκνειο κινηματογραφικό του άσμα μια αισθηματική κομεντί σε σωστή ανατομία της νεοελληνικής κοινωνίας και των αγκυλώσεών της. Μέγας γνώστης του κινηματογραφικού ρυθμού, μας παραδίδει δυο άρτια πλασμένους χαρακτήρες, απότοκο της θεατρικής τους καταγωγής, παίζοντας με το flashback και φιλοτεχνώντας ένα μωσαϊκό από συγκινητικές αναμνήσεις μιας Ελλάδας που αλλάζει (και χρωματίζεται) ακόμα και κατά τη στιγμή των γυρισμάτων.
Ο Αντώνης Κοκοβίκος, αυτό το διευθυντικό στέλεχος του υπουργείου, συζεί εδώ και δέκα χρόνια με την Ελενίτσα, την «κυρία Ελένη» του, μια υπομονετική και δακτυλοδεικτούμενη από τη γειτονιά γυναίκα που τον υπηρετεί φροντίζοντας για όλες τις ανάγκες του και έχει ως μοναδική επιθυμία τον γάμο.
Ο βολεμένος Αντωνάκης αρνείται όμως πεισματικά και όταν το κάνει, παρασυρμένος από την κοινωνική πίεση, θα δει απέναντί του μια διαφορετική κυρία Ελένη! Για πρώτη ποτέ φορά στην κοινή τους ζωή θα του υψώσει τη φωνή, κάνοντάς τον να πάρει το καπελάκι του και να φύγει, το οποίο φροντίζει να του φορέσει κιόλας κολάρο. Κι έτσι ο Αντωνάκης μας θα μετατραπεί από δυνάστης και σατράπης σε ένα διαζευγμένο και δυστυχισμένο ανθρωπάκι, ζώντας πια με τις αναμνήσεις μιας σχέσης που δεν τίμησε ποτέ.
Η «Γυνή» είναι μια ταινία που τα έχει όλα και κάτι παραπάνω δηλαδή, όντας μια αποκαλυπτική αποτύπωση των στερεοτύπων της εποχής αλλά και της θέσης της γυναίκας σε μια κοινωνία εξόχως ανδροκρατούμενη. Το all-star καστ ενσαρκώνει υποδειγματικά τόσο τους πρώτους όσο και τους δεύτερους ρόλους, κάνοντας ακόμα και την παλιά Αθήνα πρωταγωνίστρια από το παράθυρο.
Όταν ξανασυναντηθούν στο σπίτι τους που γκρεμίζεται, μιας και είμαστε στην εποχή της μεγάλης αντιπαροχής, θα καταλάβουν πως το βίαιο τέλος της σχέσης τους συμπαρέσυρε τα πάντα, από ανθρώπους μέχρι και μπετά. Γι’ αυτό η «Γυνή» δεν είναι μια παλιά ταινία που αφορούσε μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Παραμένει διαχρονικά επίκαιρη, όσο τα ήθη πισωγυρνούν δηλαδή και κλείνουν το μάτι στον συντηρητισμό και την υποτίμηση του ρόλου της γυναίκας.
Η ταινία έκοψε στην εποχή της κοντά στα 300.000 εισιτήρια, αν και μέχρι σήμερα πρέπει λογικά να την έχουμε δει όλοι. Και την αγαπάμε όσο την αγάπησαν και οι Έλληνες του 1965, μιας και οι διαρκώς μεταβαλλόμενοι καιροί μάς απασχολούν το ίδιο και εις το διηνεκές…
Γιατί να τη δεις: Γιατί είναι η ίδια η ιστορία του ελληνικού σινεμά και μάλιστα στα απολύτως καλύτερά του. Γιατί είναι ταυτοχρόνως η ιστορία μιας γυναίκας που διεκδικεί τον σεβασμό και το δικαίωμά της να υπάρχει στο πλευρό του ανθρώπου που αγαπά, κάτι που ούτε εποχή γνωρίζει ούτε και τόπο.
Να τη δεις όμως και για το τέλος της, αυτό το γλυκόπικρο φινάλε που κουβαλά στις λιγοστές στιγμές του την ιστορία ενός έθνους που άλλαζε ραγδαία και προσπαθούσε να βρει τη νέα του θέση σε όλα αυτά. Το διαζύγιο δεν είναι το τέλος, μας κλείνει το μάτι ο Τζαβέλλας, μιας και πάντα υπάρχει αυτή η δεύτερη ευκαιρία. Την οποία απεικονίζει τόσο αναπαραστατικά και έντονα που βλέπεις χρώματα!
Το χρώμα των ερειπωμένων τοίχων, το χρώμα των πολυκαιρισμένων επίπλων, το χρώμα των συναισθημάτων τους για όσα τους ένωσαν άλλοτε και τώρα τους έχουν χωρίσει…
«Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»
Παραγωγή: Ελλάδα
Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβέλλας
Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Κωνσταντίνου, Μάρω Κοντού, Δέσπω Διαμαντίδου, Σταύρος Ξενίδης, Κατερίνα Γώγου, Κώστας Δούκας, Λίλυ Παπαγιάννη, Καίτη Λαμπροπούλου
πηγή: newsbeast.gr